- γιόστρα
- ηβλ. γκιόστρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκιόστρα — (giostra).Ιταλική λέξη που χαρακτηρίζει είδος ιππικών αγώνων κατά τον Μεσαίωνα. * * * και γιόστρα, η (Μ τζόστρα) μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra] … Dictionary of Greek
κονταροχτύπημα — και κονταροκτύπημα, το (Μ κονταροκτύπημα και κονταροχτύπημα) [κονταροχτυπώ] αγώνισμα με κοντάρια μεταξύ εφίππων, κατά το οποίο νικούσε εκείνος που έριχνε τον αντίπαλό του από το άλογο, αλλ. γιόστρα ή τζιόστρα … Dictionary of Greek
ντζούστρα — ντζούστρα, ἡ (Μ) μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα, αλλ. γκιόστρα ή γιόστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra] … Dictionary of Greek